[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
υπεκφυγή η [ipekfijí] : έμμεσος τρόπος για να αποφύγει κανείς μια δύσκολη ή δυσάρεστη κατάσταση (να δώσει απάντηση, να δεσμευτεί για κτ. κτλ.): Άρχισε τις υπεκφυγές. Άσε τις υπεκφυγές.
[λόγ. υπεκ(φεύγω) -φυγή κατά το σχ.: φεύγω - φυγή μτφρδ. γαλλ. subterfuge]
όχι
όχι ΑΡΧΙΕΡΕΑΣ της υπεκφυγής
αλλά πιο σωστά
ΑΡΧΙΕΡΕΑΣ ΤΗΣ ΔΙΑΦΥΓΗΣ
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
διαφυγή η [δiafijí] Ο29 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του διαφεύγω. 1. απόδραση και διάσωση: Ελέγχονται οι έξοδοι της χώρας, για να εμποδιστεί η ~ του καταζητούμενου σε γειτονικές χώρες. || (μτφ.): Δεν υπάρχει δυνατότητα / οδός διαφυγής για τον άνθρωπο που έχει εγκλωβιστεί στις σύγχρονες πόλεις. || ~ κεφαλαίων στο εξωτερικό, λαθραία εξαγωγή. 2. διαρροή, απώλεια υγρού ή αερίου από δοχείο, αγωγό κτλ.
και μήπως τελικά πρέπει να τους αντιγράψουμε;
ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ, 28-5-2009