Ήταν ένα κορίτσι με μερικά φτωχά χρόνια, με δυο όρθια κοτσιδάκια και μ’ ένα ύφος οχτρικό. Αυτό ήταν η Λιεν’. Κακοζωισμένη και μουλουχτή. Πορπάταε στο δρόμο ρίχνοντας φουρκισμένες ματιές στα πάντα, ως και στους φράχτες και στα χελιδόνια.
Ήταν ένα μικροκάμωτο μουτρωμένο πράμα με ξανθά λίγα φρυδάκια, με ματάκια γαλάζια κι υποψιάρικα και με ύφος, με πολύ ύφος. Πέρσι το χινόπωρο μπήκε κιόλας στα εννιά. Τότε την είχε κράξει η μάνα της:
-Λιεν’. Ξέρεις απού τράνεψις; Πάτ’σις στα ιννιά.
-Σάματι κι σαν τα πάτ’σα, τι;
-Σι χάλιψι η ν’νάς για χουσμέτ’.
-Η ν’να’ μ απ’ του Βόλου;
-Όχι. Απ’ τουν Αρμερό.
-Έχω κι στουν Αρμερό ν’να;
-Έχεις ... απ’ είνι ... κι τι δεν είνι ... μιγαλουσιάνα πρώτ’. Μα τήρα ... Μην πα κι αστοχάς κι δε νη κράζεις Κερία.
-Κι αφού ν’ έχω ν’να;
-Ας την έεις ν’να. Κερία θα νη κράζεις. Άικσις;
-Καλά.
Της ετοιμάσανε ένα μπογαλάκι με τα «σκ’τιά» της και την ξαπόστειλαν με τη μούλα του μπάρμπα της. Φτάσανε στον Αρμυρό, γιόμα. Ο μπάρμπας της για να την καλοπιάσει την τράταρε και λουκουμάδες. Ύστερα περάσανε απ’ την πλατέα και φτάσανε στο σπίτι. Ανέβηκαν βροντώντας τα βαριά τους παπούτσια και σταθήκανε στο κεφαλόσκαλο. Εκεί τους προσδέχτηκε η παχιά κυρία του σπιτιού. Την πήρε απ’ το χέρι και της έδειχνε τα κατατόπια του σπιτιού. Η Λιένη γύρναγε με το μπογαλάκι στο χέρι, ώσπου της το πήρε η κυρία και το πέταξε μέσα σ’ ένα παλιοσέντουκο. Κατόπι η κυρία της τράταρε το μπάρμπα της γλυκό και καφέ στην κουζίνα.
Κείνος, μια ρουφηξιά και μια ορμήνια στη Λιένη. Ώσπου έφυγε. Άμα άκουσε τα πατήματα του στη σκάλα και την περπατησιά της μούλας τους στο δρόμο την πήρε το παράπονο κι έκλαψε μοναχή στην κουζίνα φαρμακερά.
Ήταν ένα μικρό ζούδι. Ώσπου να μάθει τις δουλειές είδε κι έπαθε η κυρά της. Η συνεννόηση πάλι με το γαλατά και το μανάβη ήταν σωστό πανηγύρι. Ο στραβολαίμης, ο χωρατατζής μανάβης, είδε κείνη τη Δευτέρα ένα καλάθι να το κρατάνε δυο σπιρτόξυλα και να το φέρνουν ίσια στο μαγαζί του. Τα σπιρτόξυλα ήταν τα χεράκια της Λιένης. Φτάνει, του ρίχνει μια γατίσια ματιά, κι αρχίζει χωρίς το παραμικρό λάθος το μάθημά της:
-Να μ’ δώ’εις μίνια ουκά κ’κιά κι μ’σή δραχμή πίσου.
-Βρε καλώς την κοπελιά. Πως σι λεν;
-Λιεν’!
-Μα πως σι λιεν;
-Λιεν’!
-Πως σι λιεν, λέου!
-Λιεν’ μ’ λιεν, σ’ λιεν! Κ’φάθ’κις;
-Ωωχχ! Νάτα μας! Έχ’μι τώρα κι αγριέματα, γλέπου!
-Θα μ’ δώ’εις; Στάκα να φάου ιένα κουκί να ιδού α μ’ αρέθ’νι.
Ξεφλούδισε ένα με τα σπιρτόξυλά της, το ‘σπασε με τα σουβλερά της δοντάκια ξινίζοντας το μούτρο της, και το κατάπιε γουρλώνοντας τις χάντρες της.
-Μ’αρέθ’νι. Δώμ’ τη μ’σή δραχμή κι τη μίνια ουκά τα κ’κιά. Κι θέλου να φύβγου. Διάζουμι.
-Αμ ισύ είσι φουτιά μοναχή, μανάρι μ’!
-Είμι ξείμι, ισύ να τ’ράς τη δ’λειά σ’! Τήρα να μη μ’ τα δώ’ εις μι τσ’ κ’κήθρις! Άϊκσες;
Έτσι απόπαιρνε τον κάθε άνθρωπο που θα την σταύρωνε.
Μα ήταν άξια και δουλευτάρα κι η κυρά της δεν την άλλαζε με καμιά. Οι γειτόνισσες είχανε να το λένε με την αξιοσύνη της.
-Ξύδ’ μοναχό είνι τ’ αναθεματισμένο η ψυχοπαίδα σ’.
-Τι να σ’ κάνει το μαύρο, φτωχό κι άκληρο είναι, απόσωνε η άλλη.
Έτσι έκλεισε το χρόνο. Ύστερα το δεύτερο και κοντά τον τρίτο. Να! Μια κοπελάρα γίνηκε στον τέταρτο!
Και τότε την κράξανε στο χωριό να δει μια στάλα και τα γονικά της, που τ’ αστόχησε και τ’ απαράτησε. «Σε φιλώ η καψερή η μάνα σου».
-Στάσου να ξαδειάσουμε μοναχά, της είχε πει η κυρά της. Τώρα στο μεσογιόρτι δεν κάνει. Καρτέρα λίγο.
Και κείνη κατρέρεψε. Της κάνανε και ολοκαίνουρια φορεσιά και κάλτσες, και κίτρινα σκαρπίνια τακουνάτα. Μια ζούρλια ήταν και τίποτις άλλο!
-Τώρα που έχεις όλες σου τσ’ ετοιμασίες μπορείς να πας, της είχε πει. Γράψε στον μπάρμπα σου να κατέβει με τη μούλα.
-Τώωρα ... η μούλα. Ας ήταν κι άλλη.
-Ψόφησε. Τι κρίμα ... Και δεν άφησε παιδί;
Η Λιεν’ έσκασε στα γέλια.
-Θα σας έκανε κείνο τώρα τις δουλειές σας ... Γιατί γελάς;
-Γεννάει πουτές του μπ’λάρ’;
-Α ναι ... βέβαια. Είδες εκεί να μην το ξέρω!
Κι έτσι πήγε στο χωριό μ’ αγώι. Χάσανε το νου τους στο σπίτι. Η μάνα της λαχτάρησε να μην την αβασκάνουνε κι έκραξε τη γριά Τζαρτζάλαινα την ξορκίστρα. Απάνω που της έκανε κείνη τη γητιά για το βάσκαμα της λέει:
-Τήρα μάτια μ’. Άμα θελ’ς να μη τα’ αβασκάνουνι του κουρίτσι σ’, αρβώνιασ’ το. Ιέχου ένα παλικάρ’ στ’ γειτονιά απ’ είνι λιβιντουργιά μοναχή! Μου ‘φαγαν τα’ αυτιά να μου το χαλέβουνι. Να στο φέρου ταχιά;
-Έμ ... φέρτου κι άμα είνι τυχηρό ...
Η Λιένη την άλλη μέρα που φέρανε το παλικάρι το αγριοκοίταξε καλά καλά και είπε το «ναι». Το παλικάρι, πάλι, είδε το ξινισμένο μούτρο της, ύστερα τα τακούνια της και τα πλούσια φορέματα, κι έστερξε.
Από βδομάδα που κατέβηκε δεν ήταν πια ανάγκη να πλερώσει αγώι. Την κατέβασε ο «αριβωνιαστικός».
Πορπατούσανε κι οι δυο τους στο δρόμο κορδωμένοι σαν γυφτοπρίγκηπες. Πήγανε και στο λουκουματζίδικο. Αγγίζανε με τα δάχτυλά τους τα γλυκά και τα γλείφανε.
-Να σας βάλω από ΄να πενηντάρι λουκουμάδες; Λέει ο Μπαράτσης, ο λουκουματζής.
-Είνι γλυκές;
-Μανούλα μου ... Σερμπέτια!
-Πόσες παράδες τσ’ δίν’ ς;
-Τάλληρο και πενηντάρι.
-Στάσ’ να το δοκιμάσω.
Έχαψε έναν. Ύστερα του λέει λιγωμένος.
-Βάλε μας καναδυό πενηντάρια.
-Μνηστήρ σου είναι ο κύριος από δω, Λιεν’;
Η Λιεν’ κι ο «κύριος από κει» ρωτήθηκαν με τα μάτια.
-Δε στο ’μαθαν στο Στρατό αυτούνο; Ρωτάει κρυφά.
-Ξέρου, ξέρου ... τέτοιο απού λες είμαστε.
-Να ζήσετε. Και καλά στέφανα.
Τώρα πια είχαν καταλάβει.
-Φχαριστούμε. Κι στα θ’ κά σ’.
Φάγανε, γλείψανε και τα δάχτυλά τους και σηκωθήκανε.
-Άας να το πλερώσου γω απ’ όχου λιανώματα ... κάνει η Λιεν’ κι έβγαλε το μαντήλι της με κόκκινη κακογραμμένη μάρκα «ελενι» κι ένα κλαρί από κάτω.
-Τώρα πάμε στην κυρά μου για να μας ευκηθεί κι κειν’.
Πήραν τα πόδια τους και ντάγκα - ντούγκα διάβηκαν την πλατέα και φτάσανε στο σπιτι. Ήταν καμαρωτοί κι αναψοκοκκινισμένοι σαν τσουρέκια. Απ’ το δρόμο είχαν κάμποσο ξεθάρρεμα, και, μόλις αντικρύσανε την κυρά της αμέσως κάνανε τους ντροπαλούς.
-Ο μυστήρ μου ... λέει η Λιεν’.
-Μπα! καλορίζικα. Και πότε με το καλό τα στέφανα;
-Τ’ Χρ’στού ... αν μας αφήν’ς!
-Μετά χαράς. Γιατί να μη σας αφήκω; Αλλά τα Χριστούγεννα δεν κάνει ... Τα εκκλησιαστικά δεν το επιτρέπουν.
-Τον κάνουμε απόγιορτα. Ποιος θα μας μποδίσει; Τον κάνουμε την Κεριακή απ’ τα Χριστούγεννα.
-Καλά καλά, με την ώρα την καλή.
-Φχαριστούμε ... και σκύψανε κι οι δυο.
Κι έφυγε ο «μυστήρ».
Τα γράμματα που της έγραφε απ’ το χωριό «διά χειρός εμού του διδασκάλου» ήταν γιομάτα ντέρτια και καρτεράματα. Άμα κοντοζύγωναν οι μέρες, που τον έχανες το λεγάμενο, που τον έβρισκες ... Στην κορφούλα να την περιμένει. Κι ένα απόγιομα, να’την στη ραχούλα! Κείνη που -φασκιωμένη μες στις βελέντζες- αγριοκοίταζε τους δρόμους, βγάζει το μαντήλι της με την «ελενι» και τον χαιρετάει.
-Καλωσορίσατε.
-Καλωσίβραμι.
Τα χέρια της ήτανε πάγος. Στο σπίτι έριξαν τρεις αγκαλιές ξύλα για την κρυωμένη και την ποτίσανε και ρακί.
Η μάνα της ζεστάθηκε δε ζεστάθηκε, κι άρχισε να της βγάζει απ’ τη σεντούκα τα προικιά.
-Να η γιορτινή η μαντήλα σ’. Να κι η π’καμίσα σ’. Κι τα σώβρακά τ’ «απού κει».
Στράγγιξε η ψυχούλα τους ώσπου να ’ρθει η μέρα του γάμου.
-Μα δεν την καρτιράς τη μέρα; Δε θέλ’ς; ρωτούσε ο κακομοίρης ο Χρυσόστομος.
-Θέλου! Του έκανε αγριωπά.
Κι ήρθε.
Η εκκλησία γιομάτη την ώρα του μυστηρίου. Μήλο να ’ριχνες δεν έπεφτε καταγής. Η Λιεν’ αγριοκοίταζε τον παπά που τους διάβαζε. Ήρθε κι η ώρα που θα τους ρώταγε και τα ονόματά τους.
Ο «Δούλος του Θεού» το είπε αμέσως του παπά.
-Κ’σόστουμους.
Η «Δούλη του Θεού» δε νόγαε. Ο παπάς αναγκάστηκε να την ρωτήσει απλοϊκά:
-Πως σι λεν, κουπιλιά μ’;
-Λιεν’!
-Πως σι λεν σ’ λεν!
-Λεν’! μ’ λεν σ’ λεν!
Και του κατακεραύνωσε τα γένια με την πιο φουρκισμένη ματιά της ζωής της!
ΜΕΝΕΛΑΟΣ ΛΟΥΝΤΕΜΗΣ
ΓΛΥΚΟΧΑΡΑΜΑ